απλάδα

απλάδα
η
μεγάλη πιατέλα: Έφαγε μιαν απλάδα μακαρόνια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απλάδα — η 1. ανοιχτός επίπεδος τόπος 2. απλάδενα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντ. του ουσ. απλάδι] …   Dictionary of Greek

  • απλάδενα — ἁπλάδενα, η (Μ) πλατύ και ρηχό πιάτο, πιατέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Με συμφυρμό < απλάδα + πιατένα < (βενετ.) piadena] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”